Tip: Search for English results only. You can specify your search language in Preferences
Ετυμολογία επεξεργασία. μουράγιο < (άμεσο δάνειο) βενετική muragia ... Ουσιαστικό επεξεργασία. μουράγιο ουδέτερο. (ναυτικός όρος) η προκυμαία. ※ Κάτω στον Πειραιά ...
μουράγιο ; quay n, (mooring place for boats) (για βάρκες), αποβάθρα ουσ θηλ ; μουράγιο ουσ ουδ ; The quay's always full of boats in summertime. ; Η αποβάθρα είναι ...